μαξιλάρωμα

μαξιλάρωμα
το
1. το χτύπημα κάποιου με μαξιλάρια
2. η εξακόντιση τών μαξιλαριών τών καθισμάτων από τους θεατές κατά τής σκηνής τού θεάτρου ως τρόπος αποδοκιμασίας τού συγγραφέα ή τών ηθοποιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλαρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαξιλάρωμα — το 1. αλληλοχτύπημα με μαξιλάρια: Τους άρεσε να παίζουν μαξιλάρωμα. 2. αποδοκιμασία ρίχνοντας μαξιλάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαξιλαροπόλεμος — ο αλληλοχτύπημα με μαξιλάρια, μαξιλάρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”