- μαξιλάρωμα
- το1. το χτύπημα κάποιου με μαξιλάρια2. η εξακόντιση τών μαξιλαριών τών καθισμάτων από τους θεατές κατά τής σκηνής τού θεάτρου ως τρόπος αποδοκιμασίας τού συγγραφέα ή τών ηθοποιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλαρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.